- τοξοχίτων
- -ωνος, ὁ, ἡ, Αοπλισμένος με τόξο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο-χίτων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοξοχίτωνες — τοξοχίτων equipped with bow and arrows masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek